- ταπείνωμα
- το, ΝΜΑ [ταπεινῶ, -ώνω]νεοελλ.-μσν.ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνημσν.-αρχ.1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταπείνωμα — dejection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινωμάτων — ταπείνωμα dejection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινώμασι — ταπείνωμα dejection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινώμασιν — ταπείνωμα dejection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινώματα — ταπείνωμα dejection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινώματι — ταπείνωμα dejection neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπεινώματος — ταπείνωμα dejection neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hypsoma — Exaltations (grün) und Depressionspunkte (rot) der sieben Planeten Hypsoma (babylonisch ašar nisirti oder bit nisirti „verborgener Ort“; griechisch ύ̓ψωμα „Erhöhung“; Plural Hypsomata) ist die griechisch astronomische Bezeichnun … Deutsch Wikipedia
κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
υψηλοταπείνωμα — ώματος, τὸ, Α το να είναι κανείς ὑψηλοτάπείνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ταπείνωμα] … Dictionary of Greek